συνορχιδία

συνορχιδία
η, Ν
ανώμαλη διάπλαση τών όρχεων, κατά την οποία οι δύο όρχεις συμφύονται σε έναν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. synorchidism < συν-* + ὀρχίδιον, υποκορ. τού ὄρχις (II) + κατάλ. -ism, που αποδόθηκε στην Ελληνική με την κατάλ. -ία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”